- ἐπίλοιπος
- ἐπῐλοιπος, -ον1 future, to come
ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μάρτυρες σοφώτατοι O. 1.33
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μάρτυρες σοφώτατοι O. 1.33
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐπίλοιπος — still left masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίλοιπος — η, ο (AM ἐπίλοιπος, ον) [επιλείπω] ο υπόλοιπος, αυτός που απομένει («ἐπὶ τὸ προκείμενον τῶν ἐπιλοίπων λόγων πάλιν ἐπαναστρέψαντες ἔλθωμεν τοῡ Ἀκρίτου», Διγ. Ακρ.) αρχ. μσν. (για χρόνο) αυτός που πρόκειται να έλθει, μελλοντικός («εἰς τὸν ἐπίλοιπον … Dictionary of Greek
επίλοιπος — η, ο που απομένει, που υπολείπεται, υπόλοιπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'πίλοιπος — ἐπίλοιπος , ἐπίλοιπος still left masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλοιπον — ἐπίλοιπος still left masc/fem acc sg ἐπίλοιπος still left neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίποις — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίποισιν — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίπου — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίπους — ἐπίλοιπος still left masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίπων — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίπῳ — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)